Η Σίφνος διασχίζεται από τέσσερις παράλληλες βουνοσειρές με κυριότερες κορυφές του Προφήτη Ηλία (682 μ.), στο κέντρο, και του Αγ. Συμεών (463 μ.) στα βόρεια. Κυριώτερα ακρωτήρια της Σίφνου είναι: του Αγ. Φιλίππου (ΒΔ.), το Ακρ. Νάπος (Α.), και το Ακρ. Κοντό (Ν.) Οι ακτές του νησιού σχηματίζουν τους παρακάτω όρμους: Όρμος Αγίου Γεωργίου (ΒΔ.), των Καμαρών (Δ.),ο όρμος Βαθύ (ΝΔ),ο όρμος Φυκιάδα(Ν) ο Πλατυγιαλός(ΝΑ),οΦάρος και η Φασολού (Α),ο όρμος Σεράλια (ΒΑ). Νότια της Σίφνου βρίσκεται η μικρή νησίδα Κιτριανή.
Το έδαφος της Σίφνου αποτελείται από πετρώματα γρανίτη, αργιλώδη ψαμμίτη λίθο ή σχιστόλιθους, ασβεστόλιθους κ.λπ. Περιέχει και ορυκτό πλούτο όπως μεταλλεύματα σιδήρου, χαλκού, μολύβδου, μαγγανίου, γαληνίτη, μαγνησίου κ.λπ. Στην αρχαιότητα περιείχε και μεταλλεία χρυσού και αργύρου καθώς και λατομεία “Σιφναίου Λίθου” από τα οποία κατασκευάζονταν περίφημα επιτραπέζια είδη όπως τα “σίφνια ποτήρια”.
Διοικητικά η Σίφνος υπάγεται στην επαρχία Μήλου, εκκλησιαστικά στη Μητρόπολη Σύρου, Τήνου, Άνδρου, Κέας και Μυκόνου. Παλαιότερα αποτελούνταν από δύο κοινότητες, της Απολλωνίας (με 10 χωριά) και του Αρτεμώνα (με 5 χωριά) που συναποτελούσαν ένα δήμο.
Τα χωριά της Σίφνου είναι: Απολλωνία ( είναι η πρωτεύουσα και πήρε το όνομά της από τον θεό Απόλλωνα), Άνω Πετάλι, Εξάμπελα (που σημαίνει ξερά αμπέλια), Κάστρο, Κάτω πετάλι, Καταβατή και Αρτεμώνας (είναι το μεγαλύτερο χωριό και πήρε το όνομά του από τη θεά Άρτεμη). Παραλίες του νησιού είναι οι Καμάρες (λιμάνι), το Βαθύ, ο Φάρος, το Γλυφό, η Φασολού, τα Σεράλια, το Αποκοφτό, ο Πλατύς Γυαλός,τα Βρουλίδια και η Χερόνησος. Η οδική πρόσβαση στα Βουρλίδια γίνεται μόνο με 4Χ4.
Γενικά το κλίμα της Σίφνου είναι εύκρατο και υγιεινό, όπως όλων των Κυκλάδων, και το έδαφός της είναι αρκετά εύφορο. Κυριότερα προϊόντα που παράγονται είναι δημητριακά, λάδι, κρασί, όσπρια, φρούτα, υφαντά βαμβακερά, είδη αγγειοπλαστικής, καθώς και πτηνοτροφικά και κτηνοτροφικά προϊόντα.
Ο σεφ, Νίκος Τσελεμεντές, κατάγεται από τη Σίφνο. Καταγόταν απ το χωριό Εξάμπελα της Σίφνου και μεγάλωσε στην Αθήνα, όπου τέλειωσε το Γυμνάσιο. Αυτό έχει προσδώσει στο νησί μία κουλτούρα μαγειρικής, η οποία, αν και δεν ταυτίζεται άμεσα με τον Τσελεμεντέ, έχει δημιουργήσει μία διάθεση για γαστρονομική ποιότητα.
Κάθε χρόνο τον Σεπτέμβριο διοργανώνεται στη Σίφνο κυκλαδίτικο φεστιβάλ γαστρονομίας Τσελεμεντέ. Παράλληλα η ευρεία χρήση των αγγείων που παράγονταν στη Σίφνο έχει κάνει διάσημες δύο συνταγές που παρασκευάζονται στα αντίστοιχα πήλινα σκεύη. Η πρώτη είναι το μαστέλο το οποίο πήρε την ονομασία του απ’ το ομώνυμο σκεύος στο οποίο ψήνεται και η δεύτερη είναι η ρεβιθάδα. Εκτός αυτών άλλα, παραδοσιακά σιφνέικα φαγητά είναι τα εξής : καππαροσαλάτα, ρεβιθοκεφτέδες, μελόπιτες, αμυγδαλωτά, παστέλια.
Η Σίφνος είναι πάρα πολύ γνωστή για τον πολύ μεγάλο αριθμό εκκλησιών και εξωκλησιών της. Εκτός όμως από τον εντυπωσιακό αριθμό αυτών, 235 εκκλησίες, έχει ενδιαφέρον ότι σχεδόν όλα γιορτάζουν την παραμονή της γιορτής του πολιούχου ,διοργανώνοντας πανηγύρι. Αυτό όμως που πραγματικά καθιστά τα πανηγύρια της Σίφνου μοναδικά είναι ο θεσμός του ιδιώτη «πανηγυρά».
Κάθε χρόνο ένας πιστός αναλαμβάνει και χρηματοδοτεί την πλήρη διοργάνωση του πανηγυριού, δηλαδή: το άσπρισμα, τον σημαιοστολισμό, το καθάρισμα της εκκλησίας, τον προσφερόμενο άρτο, το φαγητό (συνήθως ρεβυθάδα και μακαρόνια με κρέας) και το κρασί, που θα καταναλωθεί στο πανηγύρι και τους μουσικούς (ένα βιολιστή και ένα λαουτιέρη οι οποίοι αποτελούν το λεγόμενο “τακίμι”) .
Ο πανηγυράς φυλά και συντηρεί επί ένα χρόνο την εικόνα της εκκλησίας στο σπίτι του.
Σημαντικό ρόλο στη ζωή της Σίφνου κατείχε και κατέχει η αγγειοπλαστική. Στην ανάπτυξη της αγγειοπλαστικής συνέβαλε η γεωλογική σύσταση του νησιού, λόγω του ότι το πλούσιο σε άργιλο έδαφος της απετέλεσε εξαιρετική πρώτη ύλη. Η ιστορία της ανάγεται αρκετούς αιώνες πίσω, αλλά την μεγαλύτερη άνθιση της γνώρισε τον προτελευταίο αιώνα όπου οι σίφνιοι αγγειοπλάστες εξήγαν τα προϊόντα τους σε όλη την χώρα. Με την πάροδο του χρόνου οι αγγειοπλάστες της Σίφνου εγκαταστάθηκαν σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, στις Κυκλάδες ,στην Χίο, στην Κρήτη, στα νησιά του Αργοσαρωνικού, μεταφέροντας την τέχνη τους. Στην περιοχή του Αμαρουσίου στην Αθήνα δημιούργησαν πολλά εργαστήρια και συνοικία. Τα αγγειοπλαστεία εγκαθίστανται, μετά την εξάλειψη της πειρατείας, στις παραλίες, διευκολύνοντας έτσι την ασφαλή μεταφορά με τα καΐκια.
Στο νησί σήμερα λειτουργούν αρκετά αγγειοπλαστεία, τα οποία συνεχίζοντας την παράδοση, κατασκευάζουν τα παραδοσιακά χρηστικά αγγεία αλλά και διακοσμητικά έργα τέχνης.